- προσφύρω
- Ακαταβρέχω («αἵματι προσέφυρεν αὐτὸν ἡ σφαγὴ τῆς κόρης», Διον. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + φύρω «ανακατεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσφυρώ — άω, Α προσθέτω στο μίγμα, αναμιγνύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φυρῶ, εκτεταμένος τ. τού φύρω*] … Dictionary of Greek